въвѣрениѥ — ВЪВѢРЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. въвѣрити: тако подобаеть оуже вещемъ поспѣвающимь при(с) показати его. по въвѣренью вл(д)чнь празни(к). вл(д)чнь бжствныи(х). (κατὰ τὰς ἐπιστασίας!) ФСт XIV, 213в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανεπιστασία — ἀνεπιστασία, (AM) έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια … Dictionary of Greek
επιστασία — η (AM ἐπιστασία Α και ἐπιστασίη) [επιστάτης] 1. επίβλεψη, επιτήρηση 2. φροντίδα, επιμέλεια μσν. νεοελλ. φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα τής μοναχικής πολιτείας τού Ἁγίου Όρους νεοελλ. υπηρεσία από αξιωματικούς … Dictionary of Greek
προκατάρχω — Α [κατάρχω] 1. αρχίζω πρώτος 2. προηγούμαι άλλων, είμαι επικεφαλής, προεξάρχω 3. είμαι αίτιος για κάτι («προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου», Πλούτ.) 4. αρχίζω ένα έργο ή μια πράξη πρώτος, πριν από άλλους, κάνω την αρχή («προκατάρχειν … Dictionary of Greek
πρωτάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο 2. στον πληθ. τα πρωτάτα οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα… … Dictionary of Greek